Δρόμιος

Δρόμιος
Δρόμιος
god of the race-course
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δρόμιος — Δρόμιος, ο (Α) επίθετο του Ερμή στην Κρήτη ως προστάτη τών αγώνων δρόμου …   Dictionary of Greek

  • δρόμιος — (I) δρόμιος, ο (Α) στη μετρική ο πους υυ υ. (II) ο εντομολ. πολύ μικρό ζωηρόχρωμο έντομο, με μακρύ και πλατύ σώμα που ζει σε υγρές τοποθεσίες, ιδιαίτερα ανάμεσα στις ρίζες και κάτω από τους φλοιούς τών δέντρων (οικογ. καραβίδες) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”